λογιωτατισμός

λογιωτατισμός
ο буквоедство, педантизм, схоластика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λογιωτατισμός" в других словарях:

  • λογιοτατισμός — και λογιωτατισμός, ο η τάση ορισμένων λογίων, κυρίως σε παλιότερες εποχές, να χρησιμοποιούν αρχαιοπρεπή γλώσσα, αρχαίες λέξεις, φράσεις, συντάξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογιοτατίζω. Η λ., στον λόγιο τ. λογιωτατισμός, μαρτυρείται από το 1865 στο… …   Dictionary of Greek

  • Κορδάτος, Γιάννης — (Ζαγορά Πηλίου 1891 – Αθήνα 1961). Ιστοριογράφος, δημοσιογράφος και θεωρητικός του κομουνισμού. Σπούδασε νομικά, αλλά δεν άσκησε ποτέ το δικηγορικό επάγγελμα. Ασχολήθηκε κυρίως με τη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και, για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»